ετερόπλασμα

ετερόπλασμα
το
το προϊόν τής ετεροπλασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroplasm < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -plasm (πρβλ. πλάσμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπ. Μαυρογένη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”